άλλαντος

άλλαντος
(allantus). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των τενθρηδονιδών. Ζουν πάνω στα φύλλα διαφόρων φυτών. Οι προνύμφες τους, που φτάνουν σε μήκος τα 2 έως 3 εκ., προσβάλλουν τα φυτά τρώγοντας τα φύλλα. Τα τέλεια έντομα έχουν αρκετά μεγάλο κεφάλι, κεραίες ελαφρώς καμπυλωμένες και αρκετά μακριά πόδια. Η κοιλιά τους είναι χωρίς μίσχο και καταλήγει σε μικρό τέρετρο, με το οποίο δημιουργούν αυλακώσεις επάνω στα φύλλα και τους βλαστούς διαφόρων μικρών φυτών μέσα στις οποίες αποθέτουν την άνοιξη τα αβγά τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλλᾶντος — ἀλλᾶς force meat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλαντοειδής — ες (Α ἀλλαντοειδής) αυτός που έχει σχήμα αλλάντος, λουκάνικου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλᾶς ( ᾶντος) + ειδὴς < εἴδος] …   Dictionary of Greek

  • προστέμνω — Α 1. κόβω επίσης 2. φρ. «ἀλλᾱντος προστετμημένον» ένα κομμάτι λουκάνικο επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τέμνω «κόβω, κομματιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”